< 1 ἀναθύω
Ἀναθώθ >
2 ἀναθύω
• Morfología:
[aor. arcad. ὐνέθυσε
IG
5(2).554 (Melpea V a.C.)]
1
volver a sacrificar
τὰ ἱερά
D.C.37.46.1, cf. Hsch.
2
consagrar
Καμ ὐνέθυσε τᾶι ΚόρϜαι
IG
l.c.